διευκρίνηση

διευκρίνηση
η (Α διευκρίνησις) [διευκρινώ]
το να καθίσταται κάτι ευκρινές ή σαφές, η διασάφηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διευκρινήσῃ — διευκρινήσηι , διευκρίνησις analysis fem dat sg (epic) διευκρινέω arrange carefully aor subj mid 2nd sg διευκρινέω arrange carefully aor subj act 3rd sg διευκρινέω arrange carefully fut ind mid 2nd sg διευκρινέω arrange carefully aor subj mid 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρευνα — (Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται… …   Dictionary of Greek

  • διάγνωση — Η διαδικασία που ακολουθείται για την αναγνώριση της νόσου από την οποία πάσχει κάποιος. Σε κάθε περίπτωση, οι γνώσεις, η πείρα και η οξύνοια του γιατρού συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανάλυση και εκτίμηση των δεδομένων, καθώς και της σχέσης που… …   Dictionary of Greek

  • διαλεύκανση — η διασάφηση, διευκρίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαλευκαίνω. Η λ. στον λόγιο το, διαλεύκανσις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • διαφώτιση — η (AM διαφώτισις) διευκρίνηση, διασάφηση νεοελλ. διαφωτισμός μσν. φώτιση («ιδού με την διαφώτισιν τού νου να καταπιάνης να βρης πολλές τες μαστοριές», Μαρίνος Φαλιέρος) …   Dictionary of Greek

  • διδασκαλία — Βλ. λ. διδακτική. * * * η (AM διδασκαλία) [διδάσκαλος] 1. μετάδοση γνώσεων, διδαχή 2. νουθεσία, υπόδειξη, δασκάλεμα αρχ. νεοελλ. 1. το σύνολο τών διδαγμάτων θρησκείας, επιστήμης ή φιλοσοφικού συστήματος («η χριστιανική διδασκαλία») 2. η… …   Dictionary of Greek

  • διευκρίνιση — η [διευκρινίζω] η διευκρίνηση …   Dictionary of Greek

  • ερώτημα — και ρώτημα, το (AM ἐρώτημα) [ερωτώ] απορία για διευκρίνηση, πρόβλημα για λύση («μακρότερος λόγος ἐδόθη τῆς πρὸς τὸ ἐρώτημα ἀποκρίσεως», Θουκ.) νεοελλ. 1. πρόταση που υποβάλλεται σε κάποια αρμόδια αρχή ή υπηρεσία και με την οποία ζητείται απάντηση …   Dictionary of Greek

  • ερώτηση — η (AM ἐρώτησις) [ερωτώ] 1. η πρόταση που εκφράζει απορία και με την οποία ζητούνται πληροφορίες («ἐρωτήσεως γὰρ ἔτι ἡ ἀπόκρισις ἡμῑν δεῑται», Πλάτ.) 2. η πρόταση που απευθύνεται σε κάποιον για εξεταστικό σκοπό νεοελλ. 1. το ζήτημα για το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ζήτηση — Η ποσότητα ενός αγαθού που μπορεί να βρει αγοραστή. Ειδικά, ατομική ζ. ενός αγαθού είναι η ποσότητα του αγαθού που έχει διάθεση να αποκτήσει ο καταναλωτής σε μια δεδομένη τιμή. Η ζ. μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους συντελεστές. Ένας είναι η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”